- εριώλη
- ἐριώλη και ἐριωλή, ἡ (Α)1. ανεμοστρόβιλος, θύελλα, καταιγίδα2. (στον Αριστοφ.) α) χαρακτηρισμός που αποδίδεται μεταφορικά στον βίαιο δημαγωγό Κλέωναβ) λογοπαικτικά προς τις λέξεις «ἔριον» και «ὄλλυμι» («αὕτη γέ τοι ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε ῥᾳδίως-Οὔκουν ἐριώλην δῆτ’ ἐχρῆν ταύτην καλεῑν δικαιότερον ἤ καναύκην;» — τούτο εδώ το σκουτί σού ρούφηξε κιόλας ένα τάλαντο μαλλί-Μα τότε δεν έπρεπε να λέγεται μαλλιορουφήχτρα και όχι καναύκη; Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. προέρχεται από τ. *Fελι-Fωλη, με επιτατικό αναδιπλασιασμό και με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου -λ- σε -ρ- (* Fερι-Fωλη), οπότε θα συνδέεται με το ρ. είλω].
Dictionary of Greek. 2013.